- μικρόσπερμος
- -η, -ο (Α μικρόσπερμος, -ον και μικροσπέρματος, -ον)αυτός που έχει μικρό σπέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροσπερμότερα — μικρόσπερμος with small seeds neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρόσπορος — η, ο 1. ο μικρόσπερμος 2. το ουδ. ως ουσ. το μικρόσπορο α) μικροσκοπικός μύκητας που προκαλεί μυκητιάσεις τού δέρματος και τού τριχωτού τής κεφαλής και τού δέρματος β) (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek